αὐτοφυῆ

αὐτοφυῆ
αὐτοφυής
self-grown
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
αὐτοφυής
self-grown
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
αὐτοφυής
self-grown
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανεμώνη — (anemone). Ονομασία πολυάριθμων λουλουδιών και φυτών, από τα οποία άλλα είναι αυτοφυή και άλλα καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Το γένος α. ανήκει στην οικογένεια των ρανουγκουλιδών και περιλαμβάνει ριζωματώδεις πόες με πρώιμη ανοιξιάτικη… …   Dictionary of Greek

  • άλλιο — (allium). Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των λιλιιδών. Αριθμεί 270 είδη, ιθαγενή του βορείου ημισφαιρίου. Από αυτά 40 απαντώνται στην ελληνική χλωρίδα. Πολλά από τα είδη του α. καλλιεργούνται ως αρτυματικά ή λαχανικά (π.χ. σκόρδο, κρεμμύδι,… …   Dictionary of Greek

  • καρότο — Κοινή ονομασία των καλλιεργημένων ποικιλιών που προήλθαν από την αυτοφυή πόα δαύκος το καρότο. Πρόκειται για διετές φυτό, το οποίο κατά τον πρώτο χρόνο παράγει έναν θαμνώδη ρόδακα, ενώ τον δεύτερο χρόνο ανθίζει και αποκτά τον χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • καλλίτριχο — (Callitriche). Γένος φυτών της οικογένειας των καλλιτριχιδών. Περιλαμβάνει πολυετείς υδρόβιες πόες με άνθη μικρά, χωρίς κάλυκα και στεφάνη. Ο καρπός τους είναι κάψα, που περιλαμβάνει τέσσερα μονόσπερμα καρύδια, τα οποία όταν ωριμάζουν… …   Dictionary of Greek

  • άκανθος — Γένος φυτών της οικογένειας των ακανθιδών. Είναι φυτά πολυετή, ποώδη, σκληρά, ύψους 0,60 1,50 μ., με μεγάλα φύλλα βάσης, που είναι λοβώδη, πτεροειδή και οδοντωτά. Από το κέντρο του ρόδακα των φύλλων υψώνεται στέλεχος, που φέρει στάχυ το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • έβενος — I (ebenus). Γένος ποωδών ή φρυγανικών φυτών της οικογένειας των ψυχανθών με περίπου 15 είδη, που ευδοκιμούν στις περιοχές γύρω από την ανατολική Μεσόγειο. Έχει φύλλα φτερωτά, τρίφυλλα και σπάνια απλά. Τα άνθη του είναι ροζ ή κόκκινα σε… …   Dictionary of Greek

  • έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… …   Dictionary of Greek

  • αγρανάπαυση — Χρονική περίοδος ανάπαυσης των χωραφιών μετά από εξαντλητική καλλιέργεια. Η διάρκεια της α. είναι συνήθως ένας χρόνος και εξαρτάται από το είδος του εδάφους και τις κλιματικές συνθήκες της περιοχής όπου βρίσκεται το χωράφι. Εφαρμόζεται κυρίως σε… …   Dictionary of Greek

  • αζούματο — Φυτό γνωστό επιστημονικά ως ερούκη η μακρόρρυγχος. Πρόκειται για αυτοφυή μορφή της κηπευτικής ρόκας. Γι’ αυτό και σε πολλά μέρη της Ελλάδας λέγεται αγριόροκα. * * * το Βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού Eruca sativa τού γένους Ερούκη. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”